- εξεμώ
- (ε) μετ. прям. , перен. изрыгать; извергать;
εξεμώ ύβρεις — изрыгать хулу;
εξεμώ απειλάς — угрожать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξεμώ ύβρεις — изрыгать хулу;
εξεμώ απειλάς — угрожать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξεμώ — (AM ἐξεμῶ, έω) αποβάλλω κάτι με εμετό, ξερνώ κάτι (για τη Χάρυβδι, «ὄφρ εξεμέσειεν ὀπίσσω ἱστόν καὶ τρόπιν αὖτις», Ομ. Οδ.) μσν. νεοελλ. εκστομίζω ανεξέλεγκτα και αποκρουστικά («εξήμεσε ύβρεις») μσν. αποβάλλω με βδελυγμία («ἐξήμεσας τὸν ἰὸν τῆς… … Dictionary of Greek
ανεμώ — (I) ἀνεμῶ ( έω) (Α) εξεμώ, κάνω εμετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)* + εμώ «ξερνώ, κάνω εμετό»]. (II) ἀνεμῶ ( όω) (AM) Ι. ενεργ. μσν. εκθέτω στον άνεμο, αφήνω να κυματίζει στον άνεμο II. (μέσ., ούμαι) (αρχ. μσν.) σαλεύω, κυματίζω στον αέρα («ἠνεμωμένος… … Dictionary of Greek
ανερεύγω — ἀνερεύγω (Α) 1. εξεμώ, ξερνώ 2. μέσ. (για ποταμούς) εκβάλλω, χύνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + *ερεύγω, τού ερεύγομαι (Ι) «κάνω εμετό, εκβάλλω»] … Dictionary of Greek
απερεύγομαι — ἀπερεύγομαι (Α) [ερεύγομαι] 1. εξεμώ, ξερνώ 2. (για ποταμούς) εκβάλλω, χύνομαι … Dictionary of Greek
αποβλύζω — ἀποβλύζω (Α) 1. εξεμώ μικρή ποσότητα υγρού 2. (για πηγή) αναβλύζω … Dictionary of Greek
αποφλύζω — ἀποφλύζω (Α) [φλύζω] εξεμώ, ξερνώ … Dictionary of Greek
παραβλύζω — Α αποπτύω, εξεμώ, βγάζω από το στόμα («παραβλύζειν τοῡ οἴνου ἐν τῷ ὕπνω», Φιλόστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + βλύζω «κοχλάζω, πλημμυρίζω»] … Dictionary of Greek
προεξεμώ — έω, Α κάνω προηγουμένως εμετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐξεμῶ «αποβάλλω κάτι με εμετό»] … Dictionary of Greek
προσεξεμώ — έω, Α [ἐξεμῶ] κάνω εμετό επί πλέον … Dictionary of Greek
συνεξεμώ — έω, ΜA κάνω εμετό μαζί με κάποιον άλλο ή συγχρόνως με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξεμῶ «κάνω εμετο»] … Dictionary of Greek
συνεπισπώ — άω, ΜΑ έλκω προς το μέρος μου μαζί ή συγχρόνως με άλλον («ἵππος...βίᾳ συνεπισπάσας τὸν ἡνίοχον εἰς τὸ ῥεῑθρον», Πλούτ.) μσν. μτφ. εξεμώ, ξερνώ πολλά μαζί αρχ. μέσ. συνεπισπῶμαι, άομαι α) συμπαρασύρω μαζί μου στην καταστροφή («καὶ τοὺς φίλους… … Dictionary of Greek